Η βιταμίνη D είναι απολύτως απαραίτητη για την καλή λειτουργία του οργανισμού και για τη σύνθεσή της πρέπει εκτιθέμεθα στον ήλιο. Ωστόσο, η παρατεταμένη έκθεση είναι επιβλαβής αφού μπορεί να προκαλέσει καρκίνο του δέρματος. Επομένως, η εύρεση του ιδανικού χρόνου παραμονής στην ηλιακή ακτινοβολία ώστε να διατηρηθούν τα επίπεδα της βιταμίνης σε ικανοποιητικά επίπεδα, χωρίς να προκύψει οποιαδήποτε βλάβη στο δέρμα είναι το ιερό δισκοπότηρο που καλείται να βρει η επιστήμη.
Το ζητούμενο αφορά βεβαίως τους υγιείς ανθρώπους, αλλά είναι ζωτικής σημασίας για όσους πάσχουν από κάποιας μορφής καρκίνου του δέρματος. Και αυτό διότι οι μελέτες δείχνουν ότι τα επίπεδα της βιταμίνης D επηρεάζουν θετικά την επιβίωση όσων πάσχουν από μελάνωμα.
«Τα τελευταία χρόνια καταγράφεται αύξηση των περιστατικών μελανώματος και η αιτία είναι ένας συνδυασμός κληρονομικότητας και εξωγενών, τροποποιήσιμων παραγόντων. Έχει διαπιστωθεί ότι ο πιο ισχυρός παράγοντας κινδύνου είναι η μεγάλης διάρκειας έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία, ανεξαρτήτως πηγής της, αφού δημιουργεί συνθήκες που θα μπορούσαν να βλάψουν το DNA και να οδηγήσουν σε καρκίνο», εξηγεί ο Δερματολόγος – Αφροδισιολόγος δρ Χρήστος Στάμου.
«Επιμένουμε στην προστασία του δέρματος και στην αποφυγή της ηλιακής ακτινοβολίας χωρίς προστασία, ειδικά κατά τις μεσημβρινές ώρες που οι ακτίνες πέφτουν κάθετα στην επιφάνεια της γης, επειδή τα εγκαύματα που προκύπτουν υπό αυτές τις συνθήκες, σε οποιαδήποτε ηλικία, διπλασιάζουν τον κίνδυνο καρκινογένεσης συγκριτικά με αυτόν που έχουν τα άτομα που την αποφεύγουν.
Βεβαίως, δεν αναπτύσσουν καρκίνο όλοι όσοι εκτίθενται υπερβολικά και παθαίνουν εγκαύματα. Αυτή η εξέλιξη εξαρτάται και από την προδιάθεση του καθενός. Και, όπως υποδεικνύει μια πρόσφατη μελέτη, η πιθανότητα αυτή επηρεάζεται και από τα επίπεδα της βιταμίνης D στον οργανισμό», συμπληρώνει.
Μια ομάδα Ισπανών επιστημόνων επιδίωξε να καταλάβει τον ρόλο της βιταμίνης αυτής στους ανθρώπους που έχουν διαγνωστεί με διηθητικό μελάνωμα. Στην έρευνά τους συμμετείχαν 264 ασθενείς που ο μέσος όρος ηλικίας τους ήταν τα 57,51 έτη και το 45,8% ήταν άνδρες, οι οποίοι παρακολουθήθηκαν κατά μέσο όρο για περίπου 7 χρόνια. Αφού τους χώρισαν σε εκείνους που είχαν κάτω από 10 ng/mL και σε εκείνους πάνω από αυτό το όριο, οι ερευνητές παρακολούθησαν ποια από τις δύο ομάδες κινδύνευε περισσότερο να χάσει τη ζωή του και ποια ήταν η συνολική επιβίωσή τους, λαμβάνοντας υπόψη κάποιες παραμέτρους όπως τα δημογραφικά χαρακτηριστικά τους.
Σύμφωνα με τα ευρήματά τους, τα οποία έγιναν γνωστά τόσο μέσω παρουσίασής τους στο 31ο συνέδριο Δερματολογίας και Αφροδισιολογίας όσο και μέσω δημοσίευσής τους στο επιστημονικό περιοδικό Melanoma Research,όσοι είχαν βιταμίνη D κάτω του ορίου είχαν περισσότερες πιθανότητες θανάτου από κάθε αιτία. Από την ομάδα που είχε πάνω από το καθορισμένο από τους ερευνητές όριο, το 90,1% βρίσκονταν εν ζωή στην 5ετία, ενώ μόνο το 84,2% εκείνων που είχαν κάτω από 10 ng/ml είχαν καταφέρει να επιβιώσουν μέχρι τότε. Όσο περνούσαν δε τα χρόνια αυτή η διαφορά στη συνολική επιβίωση μεγάλωνε.
Η έρευνα έχει αποδείξει ότι όσοι έχουν επίπεδα πολύ κάτω από τα φυσιολογικά κινδυνεύουν να εμφανίσουν διάφορα νοσήματα. Επιστήμονες από όλον τον κόσμο επιδιώκουν να βρουν τρόπους που θα μπορούσαν προτείνουν σε όσους θα πρέπει να αυξήσουν τα επίπεδα βιταμίνης D, σε όσους έχουν ανεπάρκεια ή έλλειψη, προκειμένου να προστατεύουν τον οργανισμό τους, χωρίς ωστόσο να διακινδυνεύουν την υγεία του δέρματός τους.
Εισηγούνται την επίτευξη φυσιολογικών επιπέδων είτε μέσω της διατροφής, που στην πραγματικότητα δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες του, είτε μέσω συμπληρωμάτων βιταμίνης D. Επιφυλάσσονται, ωστόσο, για το κατά πόσον είναι ευεργετικά αυτά τα συμπληρώματα στην παράταση της επιβίωσης των ασθενών με μελάνωμα, εάν δεν προηγηθούν μεγάλες μελέτες.
«Δεν θα πρέπει να παραλείψουμε να αναφέρουμε ότι ρόλο στην εμφάνιση και επιβίωση ασθενών με μελάνωμα παίζει η ηλικία, το φύλο και το πάχος του όγκου, από το οποίο εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η πορεία της νόσου και τελική έκβασή της.
Καθοριστικός πάντως παράγοντας είναι η έγκαιρη και έγκυρη διάγνωση. Γι’ αυτό κάθε αλλαγή που παρατηρείται στην επιδερμίδα θα πρέπει να ελέγχεται από δερματολόγο. Όλοι θα πρέπει να εξετάζουμε σε τακτική βάση εάν κάποια ελιά άλλαξε χρώμα, μέγεθος, υφή, σχήμα ή εάν εμφανίστηκε κάποιο νέο σημάδι. Δεν πρέπει να περιμένουμε να δούμε πώς θα εξελιχθεί και εάν τότε κάτι μας ανησυχήσει να ζητήσουμε ιατρική γνώμη, αλλά να το πράξουμε αμέσως. Μόνο οι δερματολόγοι έχουν τη γνώση να διακρίνουν εάν οποιαδήποτε αλλαγή χρήζει προσοχής. Ακόμα και αν υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία, διαθέτουν τα κατάλληλα μέσα (ψηφιακή δερματοσκόπηση), για να το επιβεβαιώσουν», καταλήγει ο δρ Χρήστος Στάμου.