Η ένταση του ήλιου δεν αποτελεί προϋπόθεση για την πρόκληση εγκαυμάτων ή βλάβης που οδηγεί στην εμφάνιση σπίλων και κακοηθειών. Ακόμα και οι μέρες με συννεφιά ή τα ανοιξιάτικα πρωινά, που ο ήλιος φέρνει μια γλυκιά ζεστασιά, μπορούν να βλάψουν το δέρμα, κυρίως των ανθρώπων με ανοιχτόχρωμα χαρακτηριστικά.
Είναι, δηλαδή, εσφαλμένη η αντίληψη ότι πρέπει να προστατεύεται το δέρμα με την εφαρμογή αντηλιακών μόνο το καλοκαίρι. Η χρήση τους θα πρέπει να γίνεται 12 μήνες τον χρόνο για να μειωθούν οι καταστροφικές επιδράσεις της ηλιακής ακτινοβολίας και συγκριμένα η πρόωρη γήρανση, η εμφάνιση σπίλων και άλλων καλοηθών βλαβών αλλά και οι πιθανότητες μελανώματος και άλλων μορφών καρκίνου.
«Οι ακτίνες του ήλιου είναι ο λόγος που εμφανίζονται στο δέρμα οι γνωστές μας ελιές, όταν αυτές δεν υπάρχουν από τη γέννησή μας. Ο σχηματισμός τους οφείλεται σε αθροίσεις μελανινοκυττάρων, το είδος δηλαδή των κυττάρων που παράγει μελανίνη και μας βοηθά να μαυρίσουμε το καλοκαίρι για να προστατευτούμε από την ηλιακή ακτινοβολία. Το χρώμα, το σχήμα και το μέγεθός τους ποικίλει και μπορεί να μεταβληθεί όσο μεγαλώνουμε ή όταν στον οργανισμό μας συμβαίνουν ορμονικές αλλαγές. Σε ορισμένους ανθρώπους γενετικοί λόγοι μπορεί να οδηγήσουν τα κύτταρα αυτά να αντιδράσουν με λάθος τρόπο. Τότε είναι πιθανόν να εμφανιστεί κάποια κακοήθεια», μας εξηγεί ο Δερματολόγος – Αφροδισιολόγος δρ Χρήστος Στάμου.
Και παρότι τα άτομα με ανοιχτόχρωμο δέρμα είναι πιο επιρρεπή, αφού καίγονται εύκολα από τον ήλιο, οι άνθρωποι με σκουρότερο δέρμα δεν απαλλάσσονται του κινδύνου, αφού το ηλιακό έγκαυμα δεν αποτελεί προϋπόθεση εμφάνισης καρκίνου. Επιβλαβής έχει κριθεί ακόμα και η επαναλαμβανόμενη έκθεση στον ήλιο, αφού η βλάβη από την ηλιακή ακτινοβολία είναι συσσωρευτική.
Υψηλότερο κίνδυνο κακοήθειας διατρέχουν εκείνοι που έχουν περισσότερες από 200 ελιές στο σύνολο του δέρματός τους, ή/και αρκετές με ασαφή όρια, διαφορετικά χρώματα στην ίδια βλάβη ή ασυμμετρία, αλλά και όσοι έχουν προσωπικό ή οικογενειακό ιστορικό μελανώματος στο δέρμα ή στο μάτι.
Όσοι ανήκουν σε αυτές τις κατηγορίες επιβάλλεται να εξετάζουν τακτικά και με μεγάλη προσοχή το δέρμα τους, ώστε να εντοπίσουν την παραμικρή αλλαγή που τυχόν συμβαίνει σε αυτό και να απευθυνθούν εγκαίρως σε δερματολόγο, ο οποίος διαθέτει τις γνώσεις αλλά και τα εργαλεία να εντοπίσει κάθε ύποπτο σημάδι και να αποφανθεί για την καλοήθη ή κακοήθη φύση του.
Η έγκαιρη διάγνωση μπορεί να εξασφαλίσει την πλήρη θεραπεία του καρκίνου, κάτι που είναι ανέφικτο σε προχωρημένα στάδιά του.
«Σε πολλούς καρκίνους αυτό που κινητοποιεί τους ανθρώπους σε αναζήτηση διάγνωσης είναι ο πόνος. Δυστυχώς, όμως, αυτό δεν μπορεί να συμβεί στους ασθενείς με καρκίνο του δέρματος, αφού ο πόνος δεν είναι συχνό κλινικό χαρακτηριστικό, ειδικά στα αρχικά στάδια. Γι’ αυτό είναι συνετό να εξετάζουν όλοι το δέρμα τους και να “φωτογραφίζουν” στη μνήμη τους κάθε σημάδι, ώστε να είναι εύκολος ο εντοπισμός όποιας αλλαγής συμβεί», επισημαίνει ο δρ Στάμου.
Υπάρχουν πολλά είδη καρκίνου του δέρματος, και τα κλινικά χαρακτηριστικά τους ποικίλουν. Συνηθέστερο το βασικοκυτταρικό καρκίνωμα, το οποίο δεν προκαλείται από τα μελανινοκύτταρα και έχει υψηλά ποσοστά ίασης. Αναπτύσσεται αργά και σπάνια δίνει μεταστάσεις, αρκεί η έναρξη της θεραπείας να γίνει σε αρχικά στάδια. Εμφανίζεται συχνότερα αλλά όχι αποκλειστικά σε σημεία που εκτίθεται στην υπεριώδη ακτινοβολία, όπως στο πρόσωπο και τη μύτη.
Η δεύτερη συχνότερη κακοήθεια είναι το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα το οποίο προκαλείται από την έκθεση σε υπεριώδη ακτινοβολία. Όπως και το βασικοκυτταρικό καρκίνωμα, εξελίσσεται αργά αλλά δύναται να δώσει μεταστάσεις.
Το μελάνωμα είναι ευτυχώς ακριβοθώρητο, αλλά και εξαιρετικά απειλητικό για τη ζωή. Υπάρχουν διαφορετικές μορφές και μπορεί να εμφανιστεί οπουδήποτε στο σώμα – τόσο στα σημεία που εκτίθενται στον ήλιο όσο και σε αυτά που ποτέ δεν έχουν δεχτεί τις ακτίνες του. Έχει γρήγορη εξέλιξη και δίνει μεταστάσεις μέσω της λεμφικής ή της αιματικής οδού.
«Η εξέταση στο σπίτι θα πρέπει να γίνεται με τη συνδρομή κάποιου οικείου προσώπου, αφού μόνοι μας δεν μπορούμε να εξετάσουμε κάποια σημεία του σώματός μας, όπως το τριχωτό της κεφαλής. Στους περισσότερους κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο, όπως και η νοητή συγκράτηση των λεπτομερειών κάθε ελιάς ή άλλου σημαδιού του δέρματος. Εξασφάλιση άμεσης αναγνώρισης του κινδύνου και διάγνωσης προσφέρει μόνο ο τακτικός έλεγχος από έμπειρο δερματολόγο, ο οποίος διαθέτει τον κατάλληλο εξοπλισμό.
Η εξέταση (δερματοσκόπηση) δεν προκαλεί την παραμικρή ενόχληση στον εξεταζόμενο, είναι ασφαλής και βελτιώνει τις πιθανότητες γρήγορου εντοπισμού της κακοήθειας κατά 30%.
Όσοι ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου πρέπει να υποβάλλονται σε ολόσωμη χαρτογράφηση σπίλων, και σε τακτική επανεξέταση, όπου γίνεται ψηφιακή σύγκριση των δύο ή περισσοτέρων εξετάσεων.
Εάν βρεθεί κάποιος σπίλος που μοιάζει κακοήθης, αφαιρείται επιτόπου χειρουργικά και στέλνεται για βιοψία αυθημερόν, ώστε η διάγνωση να γίνει γρηγορότερα και, εάν χρειαστεί, να ξεκινήσει αμέσως η ενδεδειγμένη θεραπεία», καταλήγει ο δρ Χρήστος Στάμου.