Νεότερα δεδομένα από την έρευνα της Ιατρικής Σχολής Grossman του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης συμπληρώνουν τις γνώσεις μας σχετικά με τον λόγο που δεν έχουν όλοι οι ασθενείς με ψωρίαση συμπτώματα της ίδιας έντασης.
Στηρίχθηκαν σε μια νέα απεικονιστική εξέταση, για να εντοπίσουν τα φλεγμονώδη χαρακτηριστικά της νόσου. Κίνητρό τους ήταν η απουσία θεραπειών ίασης της ψωριασικής νόσου, δεδομένου ότι όλες οι αγωγές που εφαρμόζονται σήμερα στοχεύουν μόνο στην ύφεση των συμπτωμάτων.
«Η χρόνια αυτή δερματοπάθεια άλλοτε είναι περιορισμένη και εντοπισμένη και άλλοτε εξελίσσεται σε μια σοβαρή κατάσταση που επηρεάζει και άλλα όργανα. Οι αιτίες είναι μέχρι σήμερα ασαφείς. Για να καταλάβουμε γιατί συμβαίνει αυτό, ερευνητές εξέτασαν ασθενείς με διαφορετικής έντασης συμπτώματα και διαπίστωσαν ότι στα άτομα με σοβαρή ψωρίαση η θέση των ινοβλαστών και των μακροφάγων δεν είναι πάντοτε η ίδια και πιθανότερο είναι να βρίσκεται στα ανώτερα στρώματα του δέρματος.
Οι ερευνητές εντόπισαν επίσης πιθανούς λόγους που η νόσος μπορεί να γίνει το έναυσμα για την έναρξη και άλλων παθήσεων, φαινομενικά άσχετων με την ψωρίαση – για παράδειγμα φλεγμονώδη νόσο του εντέρου ή σακχαρώδη διαβήτη», επισημαίνει ο Δερματολόγος – Αφροδισιολόγος δρ Χρήστος Στάμου.
«Από ψωρίαση πάσχει περίπου το 3% του παγκόσμιου πληθυσμού, τόσο άνδρες όσο και γυναίκες κάθε ηλικίας. Στην πραγματικότητα υπάρχουν πολλοί τύποι ψωρίασης. Όταν εκδηλώνεται στο δέρμα, οι ασθενείς εμφανίζουν πλάκες, δηλαδή παχιές, κοκκινωπές, φολιδωτές βλάβες, σε οποιοδήποτε σημείο του σώματός τους, λόγω ταχύτερης του φυσιολογικού ανανέωσης των κυττάρων. Η διακοπή της συνοχής του δέρματος και η ξηρότητα στις πλάκες γίνονται αιτίες ενόχλησης ή και πόνου. Κυρίως όμως προκαλεί κνησμό στους ασθενείς, οι οποίοι επιχειρώντας να τις αφαιρέσουν και να κατευνάσουν τη φαγούρα ξύνονται και συχνά προκαλούν αιμορραγία στο σημείο, το οποίο είναι πιθανόν να μολυνθεί και να παρουσιαστεί τοπικό πρήξιμο και πυρετός.
Προς το παρόν είναι ανίατη και οι αγωγές που δίδονται αποσκοπούν μόνο στην καταπράυνση των συμπτωμάτων», μας εξηγεί.
Εκτός από το δέρμα, η νόσος εμφανίζεται συχνά και στα νύχια των χεριών (συχνότερα) και των ποδιών (σπανιότερα). Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν λευκές κηλίδες, επιφανειακά κοιλώματα της ονυχιαίας πλάκας ή εγκάρσιες ή επιμήκεις αύλακες σε αυτήν. Είναι δε πιθανό να προκύψει ονυχόλυση, δηλαδή αποκόλληση του νυχιού από το δέρμα, με σημείο έναρξης την άκρη του. Σε ορισμένες περιπτώσεις εμφανίζεται υπονύχια υπερκεράτωση ή σχισμοειδείς αιμορραγίες.
Πέρα από δερματική νόσος, η ψωρίαση μπορεί να γίνει συστημική νόσος. Οι ασθενείς διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης παθήσεων σε απομακρυσμένα σημεία, όπως στην καρδιά, τις αρθρώσεις, το ήπαρ, τα νεφρά και το έντερο.
Θέλοντας να γνωρίσουν με ποιο τρόπο η ψωρίαση επηρεάζει τον οργανισμό, οι επιστήμονες της Ιατρικής Σχολής Grossman εφάρμοσαν τη μέθοδο spatial transcriptomics για να μελετήσουν δείγματα από ενεργά φλεγμονώδη σημεία του δέρματος, αλλά και από φαινομενικά υγιή.
Βρήκαν ότι παθολογικά χαρακτηριστικά υπήρχαν σε όλα τα δείγματα των ασθενών, γεγονός που δείχνει ότι η νόσος έχει επιπτώσεις όχι μόνο στα σημεία με ερυθρότητα ή πλάκες αλλά και σε απομακρυσμένα σημεία. Πέραν τούτου διαπίστωσαν ότι υπάρχουν αξιοσημείωτες διαφοροποιήσεις στη χωρική οργάνωση του δέρματος κατά την εξέλιξη της νόσου και ότι η νόσος επηρεάζει οδούς που σχετίζονται με τον έλεγχο των λιπιδίων και τον μεταβολισμό, τα οποία οδηγούν σε καρδιαγγειακά και άλλα νοσήματα.
«Η δυνατότητα προσδιορισμού των ατόμων που είναι ενδεχόμενο να εμφανίσουν σοβαρή μορφή της νόσου ή άλλες παθήσεις που σχετίζονται με αυτήν θα δώσει την ευκαιρία στους ασθενείς έγκαιρης παρέμβασης προκειμένου οι συνέπειες να είναι λιγότερο έντονες και ενοχλητικές.
Προς το παρόν μπορούμε να διαχειριστούμε μόνο τα συμπτώματα που προκαλεί η νόσος και να επαναλαμβάνουμε την προσπάθεια σε κάθε έξαρση της νόσου. Και αυτό ισχύει όχι μόνο για τις επιπτώσεις της νόσου στο δέρμα αλλά και σε άλλα όργανα και παθήσεις για τις οποίες ευθύνεται.
Προληπτικά, η λήψη μέτρων που συμβάλλουν στην ενεργοποίηση των συμπτωμάτων είναι το μόνο που μπορούν να κάνουν οι ασθενείς. Και αυτά είναι η φροντίδα και ενυδάτωση του δέρματος και υιοθέτηση υγιεινών συνηθειών.
Όταν τα συμπτώματα εμφανιστούν, θα πρέπει να ακολουθούν κατά γράμμα τις οδηγίες του θεράποντος ιατρού τους, προκειμένου να απαλλαγούν το δυνατόν συντομότερο από αυτά.
Οι αγωγές που υπάρχουν είναι κυρίως τοπικές αλλά και συστημικές, οι οποίες μπορούν να συνδυαστούν με φωτοθεραπεία, η οποία στοχεύει στην επιβράδυνση του ρυθμού ανανέωσης των κυττάρων του δέρματος καθώς και στην καταστολή του υπερδραστήριου ανοσοποιητικού», καταλήγει ο δρ Χρήστος Στάμου.