Περιορισμένη είναι η γνώση μας σχετικά με τις επιδράσεις του καπνίσματος από τρίτο χέρι. Εντούτοις φαίνεται να είναι το ίδιο επιβλαβές όσο είναι το κάπνισμα και το κάπνισμα από δεύτερο χέρι. Μια μελέτη που έχει δημοσιευθεί στο eBioMedicine (της οικογένειας περιοδικών The Lancet), έδειξε ότι εκκινεί μηχανισμούς για την εμφάνιση φλεγμονωδών δερματικών νόσων, όπως η ψωρίαση και αυξάνει τους βιοδείκτες οξειδωτικής βλάβης, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε άλλες ασθένειες, όπως ο καρκίνος, οι καρδιακές παθήσεις και η αθηροσκλήρωση.
«Τα προϊόντα που παρασκευάζονται και πωλούνται από τις καπνοβιομηχανίες περιέχουν περισσότερες από 7.000 χημικές ουσίες. Από αυτές κάποιες εκατοντάδες είναι τοξικές και περίπου 70 καρκινογόνες. Έχουν άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις σε κάθε όργανο του σώματος.
Εξαίρεση δεν θα μπορούσε να αποτελεί το δέρμα. Οι επιπτώσεις είναι άμεσες και έμμεσες. Στις άμεσες και ορατές συνέπειες περιλαμβάνεται το κιτρίνισμα του δέρματος των δακτύλων στα σημεία που ο καπνιστής κρατά το τσιγάρο και των νυχιών, και η βραδεία θεραπεία των πληγών, ενώ στις απώτερες η μείωση του κολλαγόνου, το θάμπωμα του δέρματος και η εμφάνιση ρυτίδων.
Το κάπνισμα ενοχοποιείται και για την επιδείνωση ορισμένων δερματικών παθήσεων, μεταξύ αυτών η ψωρίαση, η παλαμο – πελματιαία φλυκταινώδης δερματίτιδα και ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος.
Το χειρότερο είναι ότι όσοι έχουν αυτή τη συνήθεια έχουν επίσης έξι φορές περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν καρκίνο στο στόμα και πέριξ αυτού, και διπλάσιες πιθανότητες ανάπτυξης της δεύτερης πιο συχνής μορφής καρκίνου του δέρματος, του ακανθοκυτταρικού καρκινώματος», επισημάνει ο Δερματολόγος – Αφροδισιολόγος δρ Χρήστος Στάμου.
Οι ουσίες που εκλύονται στον αέρα από το κάπνισμα, κάθε άλλο παρά αθώες είναι. Αρκεί να λάβει υπόψη του κάποιος ότι μεταξύ αυτών είναι το κάδμιο, το βουτάνιο, η αμμωνία και το τολουόλιο!
Όσο επικίνδυνα είναι τα προϊόντα αυτά του καπνού όταν εισπνέονται άλλο τόσο είναι και όταν έρχονται σε επαφή με το δέρμα, είτε κατά την εκπνοή του καπνού από τον καπνιστή είτε μέσω άλλων επιφανειών στις οποίες έχουν συσσωρευτεί (τριτογενές κάπνισμα).
«Όταν εκλύονται στον αέρα αυτές οι ουσίες “πέφτουν” στις επιφάνειες υπό μορφή σκόνης και είτε επανεκπέμπονται ως αέρια είτε δημιουργούν δευτερογενείς ρύπους, εξίσου επικίνδυνες για το δέρμα. Αυτοί μπορούν να εισέλθουν στον οργανισμό μέσω της αναπνοής, της κατάποσης και της δερματικής επαφής», τονίζει ο δρ Στάμου.
Μια από τις λίγες μελέτες για το τριτογενές κάπνισμα, που είχε ως στόχο να ερευνηθεί τι προκαλεί στο δέρμα, διεξήχθη από αμερικανούς ερευνητές του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, μετρώντας τους βιοδείκτες του οξειδωτικού στρες στα ούρα και στο πλάσμα και τις μεταβολές στο πρωτέωμα.
Στη μελέτη περιέλαβαν 10 υγιείς μη καπνιστές. Τους ζήτησαν να φόρεσαν για 3 ώρες ρούχα εμποτισμένα με ουσίες προερχόμενες από καπνό τσιγάρου. Ανά 60 λεπτά της ώρας γυμνάζονταν για 15 λεπτά, προκειμένου να ιδρώσουν και να απορροφηθούν οι ουσίες από το δέρμα τους. Οι συμμετέχοντες στην ομάδα ελέγχου ακολούθησαν το ίδιο πρόγραμμα φορώντας όμως καθαρό ρουχισμό. Οι ερευνητές ανέλυσαν δείγματα ούρων που έλαβαν από τους συμμετέχοντες πριν φορέσουν τα εμποτισμένα ρούχα και άλλες 4 φορές μέσα στο 24ωρο μετά τη δοκιμή.
Τα ευρήματα της μελέτης έδειξαν ότι η οξεία δερματική έκθεση σε τριτογενές κάπνισμα αύξησε την οξείδωση του DNA, των λιπιδίων και των πρωτεϊνών στα ούρα και προκάλεσε αλλαγές στο πρωτέωμα του πλάσματος που είναι παρόμοιες με αυτές που παρατηρούνται στους καπνιστές. Επίσης, ενεργοποίησε το ανοσοποιητικό σύστημα, αύξησε το οξειδωτικό στρες και τους βιοδείκτες που σχετίζονται με δερματικές παθήσεις, όπως η δερματίτιδα εξ επαφής και η ψωρίαση.
«Η ψωρίαση είναι πιθανότερο να εμφανιστεί στους καπνιστές συγκριτικά με τους ανθρώπους που δεν καπνίσουν, ιδίως εάν έχουν μέλη στην οικογένειά τους με τη νόσο. Οι ήδη ασθενείς έχουν εντονότερα συμπτώματα, τα οποία για να υποχωρήσουν απαιτείται μεγαλύτερη προσπάθεια και χρόνος. Οι αιτίες είναι πολλές και σ’ αυτές περιλαμβάνεται το οξειδωτικό στρες, και οι επιδράσεις του καπνίσματος στα αγγεία.
Είναι, λοιπόν, απαραίτητο να προστατεύουμε τους εαυτούς μας και ακόμα περισσότερο τα παιδιά και τους ηλικιωμένους μη εκθέτοντάς τους στον καπνό του τσιγάρου άμεσα ή έμμεσα. Πώς; Με το να μην επιτρέπουμε το κάπνισμα μέσα στους χώρους που ζούμε, εργαζόμαστε, και διασκεδάζουμε», καταλήγει ο δρ Χρήστος Στάμου.