Το ποσοστό των ατόμων που έχουν μολυνθεί από τον ιό των ανθρώπινων θηλωμάτων (HPV) εξακολουθεί να βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα. Μπορεί ο εμβολιασμός να έχει επιφέρει ύφεση, όμως αυτή δεν είναι αρκετά ικανοποιητική, σύμφωνα με τους ειδικούς. Οι σεξουαλικά ενεργοί ενήλικες που προσβάλλονται από τα στελέχη του ιού που περιλαμβάνονται στο εμβόλιο, ξεπερνά το 40 και 45% για τις γυναίκες και τους άνδρες αντίστοιχα. Αν και τα ποσοστά έχουν προσδιοριστεί από έρευνες στη Βόρεια Αμερική, δεν διαφέρουν από αυτά που ισχύουν στην Ελλάδα.
Ο HPV είναι ένας ιός με πολλά… πρόσωπα, καθώς υπάρχουν περισσότερα από 200 στελέχη (τύποι) του. Αναλόγως του τύπου και του σημείου που μολύνεται, μπορεί να προκαλέσουν μυρμηγκιές ή κονδυλώματα. Τα τελευταία είναι σεξουαλικά μεταδιδόμενα και εμφανίζονται στην πρωκτογεννητική περιοχή και στο στόμα. Εκδηλώνονται με την ανάπτυξη μικρών, αρχικά, οζιδίων λίγες εβδομάδες έως και αρκετούς μήνες μετά τη μόλυνση. Το σχήμα μοιάζει συνήθως με αυτό του κουνουπιδιού, ενώ το μέγεθός τους ποικίλει, όπως άλλωστε και το χρώμα τους (λευκό και χρώμα του δέρματος). Υπάρχουν, ωστόσο, και περιπτώσεις που η μόλυνση υπάρχει, χωρίς όμως να εκδηλώνονται κλινικά συμπτώματα. Δηλαδή οι βλάβες δεν είναι ορατές δια γυμνού οφθαλμού, αλλά μόνο με εφαρμογή οξεϊκού οξέος στην περιοχή.
Αναλόγως της δυνατότητάς τους να προκαλέσουν καρκίνο, οι τύποι του HPV διακρίνονται σε ογκογόνους και μη ογκογόνους. Παρότι το 90% των μολύνσεων οφείλονται στους τύπους 6 και 11 οι οποίοι δεν είναι επικίνδυνοι, υπάρχουν οι 16, 18, 31, 33, 35, 39, 45, 51, 52, 53, 56, 58, 59, 66, 68, 70, 73, 82 και 85 που χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής και άμεσης αντιμετώπισης.
Κι αυτό διότι οι παραπάνω επικίνδυνοι τύποι και κυρίως 16 και 18 μολύνουν το 25% των ανδρών και το 20% των γυναικών, αυξάνοντας την πιθανότητά τους να εμφανίσουν καρκίνο στη μήτρα, τον τράχηλο και στο πέος. Υπολογίζεται ότι το 75% περίπου των καρκίνων του τραχήλου της μήτρας και για το 55% περίπου των προκαρκινικών βλαβών οφείλεται σε αυτούς τους δύο τύπους του ιού.
Οι σεξουαλικά ενεργοί ενήλικες είναι δυνατόν να προστατευτούν μερικώς, με τη χρήση προφυλακτικών, τα οποία όμως δεν εξαλείφουν τις πιθανότητες μετάδοσης του ιού, αλλά απλώς τις μετριάζουν. Η επιλογή ενός σταθερού ερωτικού συντρόφου λειτουργεί επίσης προστατευτικά. Η ανάπτυξη του HPV εμβολίου, το οποίο περιέχει μια πρωτεΐνη του ιού που παρασκευάζεται σε εργαστήριο και όχι τον ίδιο τον ιό, παρέχει προφύλαξη από τους τύπους 6, 11, 16, 18, 31, 33, 45, 52 και 58.
Οι ανεμβολίαστοι ενήλικες αντιμετωπίζουν αυξημένες πιθανότητες να μολυνθούν από τον ιό ή να τον ξαναεμφανίσουν ακόμα και μετά από την αποτελεσματική αντιμετώπισή του, δεδομένου ότι δεν υπάρχει οριστική θεραπεία, αφού ο ιός παραμένει στον οργανισμό και εκδηλώνεται κατά τις περιόδους πτώσης του ανοσοποιητικού.
Διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά στον κίνδυνο υποτροπής υπάρχει, αφού οι άνδρες είναι πιο επιρρεπείς. Όπως διαπίστωσε μια ανάλυση σε 4000 και πλέον άνδρες, όταν μολύνονται με τον επικίνδυνο για εμφάνιση καρκίνου τύπο 16 του ιού έχουν 20πλάσιες πιθανότητες να παρουσιάσουν ξανά συμπτώματα ένα χρόνο μετά. Ο κίνδυνος αυτός μειώνεται μετά από 2 χρόνια, με τους ασθενείς να αντιμετωπίζουν 14 φορές υψηλότερο κίνδυνο υποτροπής, όπως φάνηκε από την ανάλυση. Οι ερευνητές ισχυρίζονται ότι η αιτία δεν είναι η αλλαγή ερωτικού συντρόφου, δεδομένου ότι τα ευρήματά τους δεν διέφεραν μεταξύ των ενεργών και ανενεργών σεξουαλικά ανδρών.
Τα αποτελέσματα τονίζουν ουσιαστικά την ανάγκη για εμβολιασμό των αγοριών που βρίσκονται στο κατώφλι της έναρξης της σεξουαλικής ζωής τους, αλλά και των ήδη μολυσμένων μεγαλύτερων ενηλίκων, καθώς είναι πιθανό να προστατεύσει από μια υποτροπή αργότερα στη ζωή.
Βέβαια, τόσο οι αρχικές εκδηλώσεις της μόλυνσης όσο και οι υποτροπές είναι εφικτό να αντιμετωπιστούν με σύγχρονες μεθόδους, αρκεί να έχει προηγηθεί έγκυρη διάγνωση. Οι διαθέσιμες εξετάσεις για την ανίχνευση του ιού είναι – πέρα από την εφαρμογή οξικού οξέως σε υποψία μόλυνσης χωρίς ορατές εκδηλώσεις- είναι ένα τεστ για την αναγνώριση του τύπου (DNA test), το οποίο γίνεται με λήψη κυτταρικού υλικού ή με αιματολογική εξέταση.
Οι διαθέσιμες θεραπευτικές μέθοδοι είναι αρκετές. Σ’ αυτές περιλαμβάνονται η εκτομή τους, η κρυοθεραπεία, η τοπική εφαρμογή χημικών ουσιών, η εξάχνωση με χρήση διαθερμοπηξίας με ραδιοσυχνότητες και με Co2 laser. Η εφαρμογή των λέιζερ έχει επιτρέψει την ανώδυνη εξάλειψη των κονδυλωμάτων σε ελάχιστο χρόνο, απαλλάσσοντας τον ασθενή από πολυήμερες τοπικές εφαρμογές ουσιών ή επισκέψεων σε δερματολογικά ιατρεία. Τώρα, αρκεί μόνο μια επίσκεψη, μετά από την οποία ο ασθενής μπορεί να επιστρέψει αμέσως στην καθημερινότητά του, έχοντας απαλλαχθεί οριστικά.