Επιπτώσεις την υγεία των νυχιών των ποδιών μπορεί να έχει η βάδιση με γυμνά πόδια σε παραλίες και πισίνες. Στα συγκεκριμένα μέρη επικρατούν οι ιδανικές συνθήκες για την ανάπτυξη και μετάδοση μυκήτων, οπότε όσοι περπατούσαν, έπαιζαν ή απλώς χαλάρωναν βυθίζοντας τα πόδια τους στην άμμο, είναι πιθανό να έχουν κολλήσει. Για ορισμένους που βλέπουν τα νύχια τους να αλλάζουν χρώμα και υφή, το πρόβλημα είναι αμελητέο και δεν αναζητούν θεραπεία. Αγνοούν όμως τις πολύ σημαντικές συνέπειες που έχει στον οργανισμό τους αυτή η αδιάφορη στάση τους.
«Η πολύωρη και συχνή χρήση κλειστών παπουτσιών οδηγεί σε επιδείνωση των προσβεβλημένων από κάποιον μύκητα νυχιών, εξαιτίας του θερμού και υγρού περιβάλλοντος που επικρατούν μέσα σε αυτά. Όσοι, λοιπόν, έχουν μολυνθεί από κάποιον μύκητα το καλοκαίρι, θα δουν σταδιακά να αλλάζει η εμφάνιση αρχικά του νυχιού που έχει προσβληθεί. Αργότερα η μόλυνση μπορεί να επεκταθεί και σε άλλα νύχια. Ένα ποσοστό αυτών θα αδιαφορήσει για τη θεραπεία τους, αφού σπανίως προκαλείται πόνος. Δεν γνωρίζουν όμως ότι η μόλυνση μπορεί να επεκταθεί και σε άλλους ιστούς ή όργανα του σώματος», επισημαίνει ο δερματολόγος-αφροδισιολόγος δρ Χρήστος Στάμου.
Οι μύκητες που συνηθέστερα προσβάλλουν τα νύχια είναι τα δερματόφυτα Trichophyton rubrum, Trichophyton mentagrophytes και Candida albicans. Αυτοί μπαίνουν στο νύχι από μικρές ρωγμές και προσβάλλουν την κοίτη, τη ρίζα ή τη μήτρα του νυχιού. Ο επιπολασμός της λοίμωξης από αυτά είναι υψηλός. Υπολογίζεται ότι το ποσοστό των πασχόντων κυμαίνεται από 3-5%. Στατιστικά, οι άνδρες είναι πιο επιρρεπείς απ’ ό,τι οι γυναίκες. Εκτός από το φύλο, άλλοι παράγοντες κινδύνου είναι η ηλικία (οι ηλικιωμένοι είναι πιο ευάλωτοι), η πολύωρη ενασχόληση με το νερό (π.χ. κολυμβητές), και οι τραυματισμοί στα νύχια. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνουν όσοι πάσχουν από διαβήτη ή έχουν εξασθενισμένο ανοσοποιητικό σύστημα, οι καπνιστές και όσοι έχουν οικογενειακό ιστορικό ονυχομυκητίασης.
Τα προσβεβλημένα νύχια είναι συνήθως παχύτερα, πιο κυρτά από το κανονικό ή έχουν ασυνήθιστο σχήμα. Άλλοτε είναι πιο κίτρινα, άλλοτε εμφανίζεται ένα λευκό σημάδι στη μέση που στη συνέχεια εξαπλώνεται, άλλοτε θρυμματίζονται και άλλοτε διαχωρίζονται από την κοίτη τους. Σε κάποιες περιπτώσεις τα νύχια που έχουν προσβληθεί από μύκητες μυρίζουν άσχημα. Η θεραπεία τους δεν είναι εύκολη και απαιτεί επιμονή και υπομονή, αφού ακόμα και με εντατική θεραπεία απαιτούνται 3-6 μήνες για να εκριζωθούν με τοπικές και από του στόματος θεραπείες.
Όπως επισημαίνει ο δρ Στάμου, η έγκαιρη έναρξη της θεραπείας είναι το κλειδί για ένα επιτυχημένο αποτέλεσμα. Αντιθέτως, η καθυστέρηση μπορεί να προκαλέσει παραμόρφωση του νυχιού, το οποίο μπορεί να αρχίσει να πονάει. Η ένταση του πόνου είναι πολύ πιθανό να εμποδίσει τη βάδιση με κλειστά παπούτσια ή μπότες. Άλλη μια πιθανή εξέλιξη είναι η μόλυνση του παρακείμενου δερματικού ιστού, αλλά και η εξάπλωσή του σε απομακρυσμένα σημεία, όπως η βουβωνική χώρα ή τα νύχια των χεριών.
Επειδή ο μύκητας των νυχιών μπορεί να μοιάζει με άλλες παθήσεις, είναι απαραίτητη η αναζήτηση ιατρικής συμβουλής από έναν έμπειρο δερματολόγο. Η διάγνωση απαιτεί τη λήψη δείγματος, τη μικροσκοπική εξέτασή του και μετά καλλιέργεια για την ταυτοποίηση του μύκητα.
Στα αρχικά στάδια η ονυχομυκητίαση είναι πιθανότερο να θεραπευτεί με την τοπική εφαρμογή φαρμάκων, συγκριτικά με τα περιστατικά πιο προχωρημένου σταδίου, διότι είναι δύσκολη η διείσδυσή τους στην πλάκα των νυχιών. Γι’ αυτό τις περισσότερες φορές συστήνεται η ταυτόχρονη λήψη από του στόματος θεραπεία. Το πρόβλημα ξεκινά ακριβώς εδώ, αφού τα συστηματικά φάρμακα έχουν και παρενέργειες εξαιτίας τόσο της τοξικότητας που μπορεί να προκαλέσουν στο ήπαρ και τα νεφρά όσο και εξαιτίας της αλληλεπίδρασής τους με άλλα φάρμακα.
Εάν αυτές οι επιλογές αποτύχουν, τότε μπορεί να προταθεί η χειρουργική αφαίρεση του νυχιού. Ωστόσο, επειδή πρόκειται για μια επίπονη διαδικασία και για την ανάρρωση απαιτούνται αρκετές ημέρες, προτιμούνται εναλλακτικές λύσεις.
«Η εξέλιξη της τεχνολογίας έχει βοηθήσει και στην αντιμετώπιση της ονυχομυκητίασης. Τα laser Nd:yag και Fractional Co2 είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικά και ασφαλή και ενδείκνυται ειδικά για τους ανθρώπους που έχουν νεφρική ή ηπατική νόσο, σε όσους τα αντιμυκητισιακά φάρμακα προκαλούν παρενέργειες, στους ηλικιωμένους και σε όσους υποφέρουν από σακχαρώδη διαβήτη. Επίσης, συστήνονται για τη θεραπεία της ονυχομυκητίασης σε παιδιά και εγκύους. Είναι μια μέθοδος που δεν προκαλεί πόνο, ούτε απαιτεί χρόνο αποθεραπείας. Ο πάσχων μπορεί ακόμα και αμέσως μετά τη θεραπεία να επιστρέψει στις υποχρεώσεις του. Άλλο ένα πλεονέκτημα είναι ότι απαιτούνται μόνο τρεις επισκέψεις συνήθως ανά 4-6 εβδομάδες, αντί της καθημερινής φροντίδας που απαιτούν οι τοπικές θεραπείες. Βέβαια, υπάρχουν και τρεις παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν την επιτυχία της θεραπείας: ο σωστός σχεδιασμός της, η πιστή εφαρμογή της, αλλά και η γενική υγεία του πάσχοντα», επισημαίνει ο δρ Χρήστος Στάμου.