Dermadvance

Κονδυλώματα: Είναι επιβαρυντικός παράγοντας το κάπνισμα;

Female doctor examining patients birthmarks for skin cancer in a medical clinic.

Αυξημένες είναι οι πιθανότητες εξέλιξης των κονδυλωμάτων σε καρκίνο στους καπνιστές και παρότι η αιτία παραμένει εν πολλοίς αδιευκρίνιστη, οι επιστήμονες πιστεύουν ότι οφείλεται στην αδυναμία καταπολέμησής του ιού από το ανοσοποιητικό σύστημα.

Στατιστικά φαίνεται ότι όπου μεγάλος μέρος του πληθυσμού καπνίζει, που συνήθως εκεί το κατά κεφαλήν εισόδημα είναι χαμηλό, το φαινόμενο είναι εντονότερο, απ’ ότι στις περιοχές του κόσμου που οι κάτοικοι είναι πλουσιότεροι και με υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο.

«Παρότι οι διαγνώσεις καρκίνου δείχνουν μια πτωτική τάση τα τελευταία αρκετά χρόνια, γεγονός που αποδίδεται τόσο στα εξελιγμένα τεχνολογικώς μηχανήματα εντοπισμού τους όσο και στις προηγμένες γνώσεις που έχουμε πια για τους τρόπους αντιμετώπισής τους, στους αποδιδόμενους στον HPV καρκίνους πρέπει να προσπαθήσουμε περισσότερο. Μελέτες δείχνουν ότι σε φτωχές περιοχές τα περιστατικά μολύνσεων και καρκίνων είναι υψηλότερα και ο ρυθμός αύξησής τους είναι ταχύς, ενώ στις πλουσιότερες τα τελευταία χρόνια είναι βραδύτερος. Όπου δηλαδή ο πληθυσμός έχει γνώσεις των συνεπειών του καπνίσματος και ενδεχομένως λιγότερα προβλήματα, το αποφεύγει, προστατεύοντας έτσι τον οργανισμό του και την υγεία του», επισημαίνει ο Δερματολόγος – Αφροδισιολόγος δρ Χρήστος Στάμου.

Για του λόγου το αληθές, μια μελέτη που ασχολήθηκε με τους σχετιζόμενους με τον εν λόγω ιό καρκίνους, εξετάζοντας το εισόδημα και τον επιπολασμό του καπνίσματος σε διάφορες κομητείες των ΗΠΑ  επί 18 χρόνια, βρήκε ότι τα περιστατικά καρκίνου του τραχήλου της μήτρας στις γυναίκες που ζούσαν σε φτωχές περιοχές, συγκριτικά με εκείνα των γυναικών που ζούσαν σε πλούσιες περιοχές, κάθε χρόνο αυξάνονταν. Συγκεκριμένα τα ποσοστά ήταν (χαμηλό vs υψηλό εισόδημα):

για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας: +1,6% vs 0%,

για τον καρκίνο του φάρυγγα: +1,3% vs 0,1%,

για τον καρκίνο του πρωκτού: +3,2% vs +2,6%,

για τον καρκίνο του αιδοίου: +1,9% vs +0,8%

για τον καρκίνο του κόλπου: +2% vs -0,3%.

 

Τα ποσοστά στους άνδρες επίσης ήταν αυξημένα στις φτωχότερες περιοχές. Παρατηρήθηκε ότι τα ποσοστά ήταν (χαμηλό vs υψηλό εισόδημα):

για τον καρκίνο του στοματοφάρυγγα: +2,1% vs +1,7% , και

για τον καρκίνο του πρωκτού: +3,9% vs +1,5%.

 

Τα ποσοστά ήταν παρόμοια και όταν οι ερευνητές συνέκριναν τις περιοχές με υψηλά ποσοστά καπνίσματος, με εκείνες που είχαν χαμηλά ποσοστά καπνίσματος, που κατά κύριο λόγο είναι οι φτωχότερες. Από αυτήν τη σύγκριση βρέθηκε ότι τα ποσοστά στις γυναίκες ήταν (χαμηλό vs υψηλό ποσοστό καπνίσματος):

για τον καρκίνο του πρωκτού: +5% vs +1,9%

για τον καρκίνο του αιδοίου: +3,8% vs +0,6%.

και για τους άνδρες:

για τον καρκίνο του φάρυγγα: +2,7% vs +1,5%, και

για τον καρκίνο του πρωκτού: +4,4% vs +1,2%.

Η μεγαλύτερη προσπάθεια επικεντρώνεται τα τελευταία χρόνια στην πρόληψη, με την ενημέρωση των γονέων για την αποτελεσματικότητα των εμβολίων κατά του HPV και την παρότρυνση να εμβολιάζουν τα έφηβα παιδιά τους ακόμα και όσα έχουν ενηλικιωθεί, προκειμένου αυτά να αποφύγουν μελλοντικά τη μόλυνση από τον ιό και την πιθανότητα να εμφανίσουν καρκίνο.

Τα ευρήματα, όμως, της παραπάνω μελέτης, τα οποία δημοσιεύθηκαν στο JNCI Cancer Spectrum, υποδεικνύουν την ανάγκη για πιο στοχευμένες προσπάθειες, ώστε να αυξηθούν τα ποσοστά των εμβολιασμών και συνεπώς να μειωθούν τα μελλοντικά περιστατικά καρκίνου εξαιτίας του HPV.

Σαφώς, η αποφυγή των καρκίνων από ορισμένους τύπους του ιού εξαρτάται και από την κληρονομικότητα. Διότι έχει βρεθεί ότι τα κονδυλώματα των γεννητικών οργάνων σχετίζονται με ένα τμήμα του ανοσοποιητικού συστήματος, το σύστημα ανθρωπίνων λευκοκυτταρικών αντιγόνων (HLA). Αυτό δεν είναι το ίδιο σε κάθε άνθρωπο, και η διαφοροποίηση αυτή ενδεχομένως να εξηγεί τη διαφορετική πορεία των λοιμώξεων σε κάθε άνθρωπο. Η  απόκτηση αυτής της γνώσης μπορεί να βοηθήσει στην ανάπτυξη εμβολίων mRNA κατά του ιού των ανθρωπίνων θηλωμάτων.

«Τα μαλακά σαρκώδη οζίδια αποτελούν το χαρακτηριστικό σύμπτωμα της μόλυνσης από τον HPV. Ονομάζονται οξυτενή και εμφανίζονται στην περιγεννητική περιοχή όταν το ανοσοποιητικό είναι εξασθενισμένο και αδύνατον να καταπολεμήσει τον ιό.

Ο κλασικός τρόπος θεραπείας είναι η τοπική φαρμακευτική αγωγή, η οποία όμως απαιτεί χρόνο μέχρι την πλήρη αποθεραπεία, με τα ποσοστά υποτροπής να είναι υψηλά.

Η σύγχρονη πρακτική είναι η αντιμετώπισή τους με λέιζερ, αφού είναι ταχύτερη, αποτελεσματική και με χαμηλότερα ποσοστά επανεμφάνισης. Η μεγάλη πλειονότητα των ασθενών που επιλέγουν αυτή τη μέθοδο θεραπεύονται ακόμα και μετά από μία μόνο συνεδρία. Μόνη υποχρέωσή τους είναι η επανεξέταση ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ώστε να αντιμετωπιστούν αμέσως τυχόν νέα οζίδια που βρίσκονταν σε υποκλινική κατάσταση κατά την έναρξη της θεραπείας», καταλήγει ο δρ Χρήστος Στάμου.

Exit mobile version