Ευχάριστες είναι οι εξελίξεις στο μέτωπο των περιστατικών καρκίνου και ειδικά μελανώματος στην Ευρώπη, αφού σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε στο JAMA Dermatology τα περιστατικά μειώνονται. Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι έχουν αρχίσει να αποδίδουν καρπούς στους ανθρώπους έως 50 ετών οι εκστρατείες για την προστασία του δέρματος που ξεκίνησαν πριν από μερικές δεκαετίες.
Τα περιστατικά του συγκεκριμένου καρκίνου του δέρματος είχαν ανοδική πορεία από το 1960. Και αυτό διότι το πάχος του όζοντος στην ατμόσφαιρα, το οποίο παρείχε προστασία απορροφώντας μεγάλο μέρος της ηλιακής ακτινοβολίας, μειώθηκε, λόγω της απελευθέρωσης από τους ανθρώπους ορισμένων χημικών ουσιών και κυρίως χλωροφθορανθράκων. Έτσι, στη Γη φτάνουν πια μεγαλύτερα ποσοστά ακτινοβολίας, που προκαλούν μετάλλαξη του DNA και ανάπτυξη μελανωμάτων.
Η αύξηση των ποσοστών μελανώματος στην Ευρώπη όσο και στη Βόρεια Αμερική και την Ωκεανία, ανησυχούσε τους επιστήμονες. Μαζί με επίσημους φορείς κρατών και οργανισμού ενημέρωναν τον κόσμο για τη σημαντικότητα της ηλιοπροστασίας, μέσω αντηλιακών δέρματος, παραμονής στη σκιά, κάλυψης του δέρματος και του κεφαλιού με ρούχα και καπέλα. Και σταδιακά έβλεπαν να αλλάζει η εικόνα στους νεότερους που ζούσαν στις ΗΠΑ και στην Αυστραλία, όχι όμως στην Ευρώπη. Αυτό που αχνοφαινόταν ήταν απλώς μια σταθεροποίηση των ποσοστών.
«Ετησίως πάνω από 330.000 άτομα εμφανίζουν αυτήν την επιθετική μορφή καρκίνου σε όλον τον κόσμο, όπως έχει γίνει γνωστό από τον Διεθνή Οργανισμό Έρευνας για τον Καρκίνο (IARC) του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Ξεκινά από τα κύτταρα που παράγουν την ουσία που δίνει χρώμα στο δέρμα. Όση περισσότερη είναι αυτή την ουσία, που ονομάζεται μελανίνη, τόσο μεγαλύτερη και η προστασία από το μελάνωμα. Αντιθέτως, όσοι άνθρωποι έχουν λίγη μελανίνη και το χρώμα του δέρματός τους είναι ανοιχτόχρωμο κινδυνεύουν περισσότερο.
Οι παράγοντες κινδύνου ανάπτυξης μελανώματος είναι αφενός γενετικοί, αφετέρου εξαρτώνται από τη συμπεριφορά του καθενός και συγκεκριμένα από την προστασία ή μη από τον ήλιο. Τα άτομα που έχουν δυσπλαστικούς σπίλους είναι πιθανότερο να αναπτύξουν τη συγκεκριμένη μορφή καρκίνου, με τις πιθανότητες να αυξάνονται ανάλογα με τον αριθμό τους», εξηγεί ο Δερματολόγος – Αφροδισιολόγος δρ Χρήστος Στάμου.
Για να εξετάσουν τις τρέχουσες τάσεις, επιστήμονες από πανεπιστήμια της Σουηδίας, μεταξύ των οποίων και το Ινστιτούτο Karolinska, και της Ισπανίας εξέτασαν δεδομένα 32 ετών που άντλησαν από το Σουηδικό Μητρώο Μελανώματος και το Σουηδικό Μητρώο Καρκίνου. Έλεγξαν τον αριθμό των περιστατικών, την ηλικία των ασθενών και την έκβαση.
Συνολικά 34.800 άτομα είχαν αναπτύξει μελάνωμα, το 56,3% των οποίων ήταν γυναίκες. Αν και στις ηλικίες άνω των 50 ετών τα ποσοστά συνέχισαν την ανοδική πορεία τους, για πρώτη φορά παρατηρήθηκε μείωση αυτών από το 2015 και έπειτα, στις ηλικίες από 20-49 ετών. Στα παιδιά και τους εφήβους δεν διαπιστώθηκε καμία μεταβολή στη συχνότητα εμφάνισης της νόσου.
Ευνοϊκή ήταν η έκβαση για περισσότερα άτομα από 30 έως 59 ετών, αφού το ποσοστό των θανάτων μειώθηκε σε αυτές τις ηλικίες. Για τους άνω των 60 ετών η θνησιμότητα συνεχίζει να αυξάνεται αν και όχι τόσο γρήγορα όσο στο παρελθόν.
Αν και οι παράγοντες που συνετέλεσαν στη θετική αυτή εξέλιξη είναι πολλές, οι επιστήμονες ισχυρίζονται ότι ο υπ’ αριθμόν ένα λόγος είναι οι προσπάθειες ενημέρωσης του κοινού και ιδιαίτερα των γονέων για τις επιπτώσεις της ακτινοβολίας UV στο δέρμα, ανεξάρτητα εάν προέρχεται από τον ήλιο ή από solarium, και την ανάγκη προστασίας του με κάθε δυνατό τρόπο. Δύο δεκαετίες αργότερα, οι προσπάθειες ευαισθητοποίησης απέδωσαν καρπούς.
Οι ερευνητές πιστεύουν ότι στη μείωση συνετέλεσε και η εξέλιξη της τεχνολογίας που κράτησε τα παιδιά μέσα στο σπίτι, περιορίζοντας δραστηριότητες που θα γίνονταν κάτω από τον ήλιο.
Η μείωση της θνησιμότητας τους νεότερους αποδόθηκε στην ανάπτυξη νέων φαρμάκων που καταπολεμούν το μελάνωμα, ενώ στους γηραιότερους η αύξηση αποδόθηκε στην ανοδική πορεία της εμφάνισής του.
Ο τρόπος για να προστατευτεί κάποιος από το μελάνωμα ήταν και παραμένει ο ίδιος: να αποφεύγεται ο ήλιος και να εφαρμόζονται αντηλιακά προϊόντα στο δέρμα κάθε μέρα, ανεξάρτητα από την εποχή και την ένταση της ακτινοβολίας.
Για ταχύτερη διάγνωση και επομένως για περισσότερες πιθανότητες ίασης θα πρέπει να γίνεται συχνά αυτοέλεγχος του δέρματος και μία φορά τον χρόνο από δερματολόγο. Η εξέταση ονομάζεται δερματοσκόπηση και είναι απολύτως ανώδυνη. Παράλληλα γίνεται χαρτογράφηση των σπίλων, προκειμένου να είναι δυνατή η σύγκριση κάθε ετήσιας εξέτασης.
«Αν και έχουμε φτάσει στον Οκτώβρη, οι θερμοκρασίες είναι ακόμα υψηλές και ιδανικές για υπαίθριες δραστηριότητες. Γι’ αυτό όλοι θα πρέπει να συνεχίσουν να τηρούν τα μέτρα που προφυλάσσουν το δέρμα από την υπεριώδη ακτινοβολία, δηλαδή να εφαρμόζουν αντηλιακό, να αποφεύγουν την ηλιοθεραπεία, να φορούν ρούχα που καλύπτουν το δέρμα και καπέλο», καταλήγει ο δρ Στάμου.