Dermadvance

Λεύκη: Πρέπει να αποφεύγω τον ήλιο ή όχι;

Επιρρεπείς να υποστούν εγκαύματα την άνοιξη και το καλοκαίρι είναι οι ασθενείς με λεύκη, δεδομένης της ευαισθησίας του δέρματός τους. Επιπλέον, με την αύξηση της ηλιοφάνειας οι μη προσβεβλημένες περιοχές του μαυρίζουν, με αποτέλεσμα η αντίθεση με τα αποχρωματισμένα σημεία να είναι έντονη. Αυτή η διαφορά χρώματος αφενός τους επηρεάζει ψυχολογικά, αφού η πάθησή τους είναι πιο εμφανής, αφετέρου πρέπει να καταβάλλουν μεγαλύτερες προσπάθειες για την προστασία του.

Η  αποφυγή της έκθεσης στον ήλιο δεν αποτελεί λύση, αφού αυτή η τακτική θα στερούσε από τον οργανισμό την ευκαιρία για σύνθεση της βιταμίνης του ήλιου, την οποία τόσο έχουν ανάγκη οι πάσχοντες, συγκριτικά με τον υπόλοιπο πληθυσμό, δεδομένων των χαμηλότερων επιπέδων που έχει η συγκεκριμένη ομάδα.

Εξάλλου, ο πλέον ενδεδειγμένος τρόπος διαχείρισης της λεύκης είναι η φωτοθεραπεία. Γι’ αυτό οι πάσχοντες θα πρέπει να εκτίθενται στον ήλιο, υπό αντηλιακή προστασία, και σύμφωνα πάντα με τις συστάσεις του θεράποντος ιατρού. 

«Περίπου το 1-2% του πληθυσμού πάσχει από λεύκη και το ήμισυ αυτών εμφανίζει συμπτώματα κατά τις πρώτες δύο δεκαετίες της ζωής του. Για το ένα πέμπτο αυτών, η πάθηση έχει κληρονομικές αιτίες και από αυτήν πάσχει και άλλο συγγενικό τους πρόσωπο.

Αιτία της εμφάνισής της είναι η κατά τόπους έλλειψη μελανίνης, ο βαθμός της οποίας προσδιορίζει και το χρώμα των ανοιχτότερων κηλίδων που εμφανίζονται στο δέρμα. Μάλιστα, διαφορά στο χρώμα μπορεί να υπάρχει και εντός της ίδιας κηλίδας. Το πρόσωπο και τα χείλη, τα άκρα, περιοχές των γεννητικών οργάνων είναι τα σημεία που προσβάλλονται συχνότερα. Υπάρχουν βέβαια και περιστατικά που το σύνολο του δέρματος δεν έχει μελανίνη, οπότε το χρώμα του είναι ενιαίο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχει λεύκη», μας εξηγεί ο Δερματολόγος – Αφροδισιολόγος δρ Χρήστος Στάμου.

Όσον αφορά στις πιθανότητες να εμφανίσουν καρκίνο, η μέχρι σήμερα βιβλιογραφία κλίνει στο παράδοξο συμπέρασμα ότι όσοι έχουν λεύκη διατρέχουν μικρότερο κίνδυνο! Δεδομένης της επικινδυνότητας της ηλιακής ακτινοβολίας στον γενικό πληθυσμό και ιδιαίτερα σε εκείνους που έχουν ανοιχτόχρωμο δέρμα, θα περίμενε κανείς ότι η έκθεση στον ήλιο θα έχει επιβλαβή επίδραση τουλάχιστον στον ίδιο βαθμό. Η υπόθεση αυτή όμως δεν ισχύει, αφού μελέτες δείχνουν ότι  διατρέχουν μικρότερο κίνδυνο απ’ ότι τα άτομα χωρίς την πάθηση.

Μια εξ αυτών, που πραγματοποιήθηκε στην Ολλανδία έδειξε ότι έχουν υποτριπλάσιο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του δέρματος (συμπεριλαμβανομένου του μελανώματος), απ’ ότι άτομα με λεύκη, παρόμοιας ηλικίας, φύλου και τόπου κατοικίας. Η αιτία παραμένει αδιευκρίνιστη, παρότι εξετάστηκε η πιθανότητα μικρότερης έκθεσης στις ακτίνες UVA και UVB και η χρήση αντηλιακών. 

«Με λίγα λόγια οι πάσχοντες από λεύκη δεν έχουν κανέναν λόγο να αποφεύγουν τον ήλιο περισσότερο από κάθε άλλο άτομο που επιθυμεί να προστατεύει στον εαυτό του. Αυτό που πρέπει να κάνουν είναι να εκτίθενται στις ευεργετικές ακτίνες του υπό προϋποθέσεις. Δηλαδή:

«Αποτελεσματικό και ασφαλές λέιζερ για την αντιμετώπιση της λεύκης είναι το Excimer Light, το οποίο βοηθά να σταματήσει το ανοσοποιητικό να πολεμά τα μελανοκύτταρα που φυσιολογικά παράγουν τη μελανίνη, αλλά και να τη μετανάστευση των μελανοκυττάρων στις σχηματισμένες κηλίδες προκειμένου να παράγουν εκεί μελανίνη και το δέρμα να σκουρύνει.

Οι συνεδρίες πρέπει να πραγματοποιούνται σχεδόν μέρα παρά μέρα ή και πιο αραιά, επί αρκετές εβδομάδες, αναλόγως βεβαίως της έντασης του προβλήματος. Η διαφορά αρχίζει να φαίνεται μετά από περίπου 20-40 μέρες – εξαρτάται από τις συνεδρίες/εβδομάδα. Επανάληψη της θεραπείας απαιτείται μετά από 12 μήνες ή περισσότερο», καταλήγει ο δρ Χρήστος Στάμου.

Exit mobile version